- ανεξακρίβωτος
- -η, -οο μη εξακριβωμένος, αδιευκρίνιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εξακριβώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεξακρίβωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εξακριβώθηκε ή δεν μπορεί να εξακριβωθεί: Η πληροφορία είναι ακόμη ανεξακρίβωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγνωστος — η, ο (Α ἄγνωστος, η, ον) [γνωστός] 1. αυτός που δεν είναι, δεν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει γνωστός, ο μη οικείος, ο μη γνώριμος, άδηλος, ανεξακρίβωτος 2. το ουδ. ως ουσ. το άγνωστο(ν) αυτό που δεν μπορεί να γίνει γνωστό με τις ανθρώπινες… … Dictionary of Greek
αβεβαίωτος — η, ο [βεβαιώνω] 1. ο μη βεβαιωθείς, ανεπιβεβαίωτος, ανεξακρίβωτος, ανεπικύρωτος, αναπόδεικτος 2. (για φόρο) αυτός που δεν καθορίστηκε … Dictionary of Greek
αγνώριστος — η, ο (Α ἀγνώριστος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει αλλοιωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην είναι δυνατόν να αναγνωριστεί αρχ. άγνωστος, ανεξακρίβωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γνωρίζω. ΠΑΡ. αγνωρισιά] … Dictionary of Greek
αδιαβεβαίωτος — η, ο (Α ἀδιαβεβαίωτος, ον) [διαβεβαιώνω] αυτός που δεν διαβεβαιώθηκε, για τον οποίο δεν υπάρχει βεβαιότητα, ανεξακρίβωτος, αμφίβολος … Dictionary of Greek
ακαταμαρτύρητος — ἀκαταμαρτύρητος, ον (Α) [καταμαρτυρῶ] ο ανεξακρίβωτος … Dictionary of Greek
αναλήθευτος — η, ο αυτός που δεν επαλήθευσε ή δεν είναι δυνατό να επαληθεύσει, απραγματοποίητος, ανεξακρίβωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναληθεύω < αναληθής] … Dictionary of Greek
χατίς — ίδος, και χᾱτις, άτιδος, ἡ, Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιθυμία, χρῆσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < χατέω*. Ανεξακρίβωτος παραμένει ο τονισμός τής λ.] … Dictionary of Greek
άγνωστος — η, ο 1. ανεξακρίβωτος: Είναι άγνωστο πότε θα γυρίσει. 2. αυτός που δεν έχει διδαχτεί: Οι μαθητές εξετάζονται και σε άγνωστο κείμενο. 3. αυτός που δεν ξέρει, ο άπειρος: Οι νιούτσικες οι άγνωστες πιάνονται σαν το ψάρι (Ερωτόκριτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγνώριστος — η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να τον γνωρίσει κανείς, ανεξακρίβωτος: Τα μελλούμενα είναι αγνώριστα. 2. εκείνος που δεν αναγνωρίζεται εξαιτίας κάποιας αλλαγής: Μ αυτά τα γένια και τα μουστάκια έγινες αγνώριστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)